χαράζομαι

χαράζομαι
χαράζομαι, χαράχτηκα, χαραγμένος βλ. πίν. 24

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσυριγγούμαι — όομαι, Α (για τόπο) χαράζομαι με αυλάκια («διόπερ τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντες δεῑν κατουλῶσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συριγγοῦμαι «σχηματίζομαι με αυλάκια» (< σῦριγξ, ιγγος] …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιρώ — έω, ΜΑ 1. διαιρώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. μέσ. συνδιαιροῡμαι, έομαι διανέμω κάτι επιπροσθέτως αρχ. (μέσ. και παθ.) α) μοιράζω αντικείμενα κλοπής β) διανέμω ιδιοκτησία γ) χαράζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”